- ευγεφύρωτος
- εὐγεφύρωτος, -ον (Α)αυτός που γεφυρώνεται εύκολα, στον οποίο είναι εύκολη η τοποθέτηση γέφυρας («εὐγεφύρωτος τόπος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐγεφύρωτον — εὐγεφύρωτος easy to bridge over masc/fem acc sg εὐγεφύρωτος easy to bridge over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)